- θυννοσκοπεῖον
- θυννοσκοπ-εῖον, τό,A look-out to watch for shoals of tunnies, Str.5.2.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυννοσκοπείον — θυννοσκοπεῑον, τὸ (Α) [θυννοσκόπος] ψηλός τόπος απ όπου παραμόνευαν τους τόν(ν)ους … Dictionary of Greek
θυννοσκοπεῖον — look out to watch for shoals of tunnies neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυννοσκοπείου — θυννοσκοπεῖον look out to watch for shoals of tunnies neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύννος — Άλλη ονομασία του ψαριού τόνος (βλ. λ.), της ποικιλίας μαγιάτικο. Από την ονομασία του προέρχεται η λέξη θυννείο, που σημαίνει θαλάσσιο χώρο κοντά σε ακτή, με ρηχά νερά, που είναι περιφραγμένος με δίχτυα για το ψάρεμα κυρίως θ. * * * ο (ΑΜ θύννος … Dictionary of Greek